- φυκιοφάγος
- -ον, Α(για ψάρι) αυτός που τρέφεται με φύκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυκιοφάγοι — φυκιοφάγος eating seaweed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκοφάγος — ον, Α φυκιοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + φάγος*] … Dictionary of Greek